Η μαστίχα στην ιστορία

Το Λιμάνι της Χίου, 1566
Η προέλευση του ονόματος μαστίχα
Η αρχαία λέξη «μαστίχη» προήλθε από το «μάστιξ», γιατί αντί κεντήματος ο σκίνος μαστιγωνόταν, ή από το ρήμα  «μασώ» ( λατινικά masticare). Επίσης, υπάρχει η άποψη πως η λέξη μαστίχα έχει ομηρική προέλευση από το «μάσταξ» (μάσταξ –γος = στόμα ή μασημένη τροφή).

Η μαστίχα στην αρχαιότητα
Η ηλικία απολιθωμένων φύλλων μαστιχόδενδρου, που βρέθηκαν στη Χίο υπολογίστηκε στα 6 εκατομμύρια χρόνια.


Παρόλο που η μαστίχα είναι γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο αν καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά στη Χίο. Οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν τη μαστίχα για την ταρίχευση των νεκρών.

Οι αρχαιότερες γραπτές πληροφορίες για το μαστιχόδεντρο προέρχονται από τον Ηρόδοτο, ο οποίος έζησε τον 5ο π. Χ. αιώνα, και αναφέρει ότι στην αρχαία Ελλάδα μασούσαν το αποξηραμένο ρητινώδες υγρό που ρέει από τον φλοιό του μαστιχόδεντρου.

Ο Ιπποκράτης, πατέρας της ιατρικής, συνιστά τη μαστίχα ως θεραπευτικό μέσο.
Για τη μαστίχα ο Διοσκουρίδης, ο οποίος έζησε τον 1ο μ. Χ. αιώνα, αναφέρει ότι βοηθάει στις περιπτώσεις δυσπεψίας, στην αναπαραγωγή του αίματος, στον χρόνιο βήχα, ενώ δρα και ως ηρεμιστικό φάρμακο.

Πάντως, η κλασική αρχαιότητα δε μας παρέχει ιστορικές ειδήσεις για την καλλιέργεια, τη χρήση και το εμπόριο της μαστίχας.

Ρωμαϊκή εποχή
Πολύ αργότερα από τον Ιπποκράτη αρκετοί Έλληνες και Λατίνοι γιατροί αναφέρουν τις χρήσεις και φαρμακευτικές ιδιότητες της μαστίχας. Πρώτος ο ρωμαίος αυτοκράτορας Ηλιογάβαλος ανάμιξε μαστιχέλαιο (mastichinumoleum) με κρασί και το ονόμασε μαστίχινον οίνον (masticatum). Πιστεύεται ότι επρόκειτο για ποτό αντίστοιχο με το σημερινό ούζο μαστίχη.

Οι κυρίες της Ρώμης, και αργότερα αυτές της Κωνσταντινούπολης, μεταχειρίζονταν οδοντογλυφίδες από ξύλο μαστιχόδενδρου, γιατί είχε την ιδιότητα να λευκαίνει τα δόντια. Αυτή η συνήθεια διατηρήθηκε και στο Μεσαίωνα, οπότε χρησιμοποιούσαν οδοντογλυφίδες από ξύλο μαστιχόδενδρου σε μεγάλες ποσότητες στην Γαλλία, Αγγλία, Ολλανδία και Ισπανία.

Οι Ρωμαίοι γνώριζαν το μαστιχέλαιο και χρησιμοποιούσαν ακόμη και τη ρίζα, τον φλοιό και τα φύλλα του σχίνου για διάφορες θεραπείες.

Βυζαντινή εποχή
Όσο καιρό το νησί βρισκόταν υπό την εξουσία της βυζαντινής αυτοκρατορίας το εμπόριο της μαστίχας ήταν μονοπώλιο του αυτοκράτορα, όπως και εκείνο του αλατιού. Η μαστίχα απέδιδε στα αυτοκρατορικά ταμεία του βυζαντινού διοικητή του νησιού περίπου 120.000 χρυσά νομίσματα.

Η οικονομία της Χίου ήταν ανθηρή στα χρόνια του Βυζαντίου εξαιτίας της μαστίχας. Το προϊόν ήταν πασίγνωστο στα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης και της Ανατολής. Λίγα χρόνια μετά τη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους σταυροφόρους της 4ης σταυροφορίας το 1204, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος αναγκάστηκε να εκχωρήσει εμπορικά προνόμια στους Γενοβέζους στη Χίο.

Έτσι το βυζαντινό σύστημα παραγωγής και διαχείρισης της μαστίχας κληρονομήθηκε αναγκαστικά από τους Γενοβέζους.

Το μονοπώλιο εμπορίας της μαστίχας από τους Γενοβέζους
Κατά τα μεσαιωνικά χρόνια, η νήσος Χίος κυριεύτηκε κατά σειρά από τους Βενετσιάνους και τους Γενουάτες(1349-1566).Υπήρξε το μήλο της έριδος για το ποιος θα έχει το μονοπώλιο της εμπορίας της μαστίχας.

Αυτή την εποχή, και συγκεκριμένα το 1349 ιδρύθηκε η περίφημη Μαόνα, ένα είδος μονοπωλιακής επιχείρησης, η οποία είχε την ευθύνη της μαστίχας με μόνη υποχρέωση να δαπανά χρήματα για την άμυνα του νησιού.

Οι Μαονέζοι, που ήταν Γενοβέζοι, οργάνωσαν την παραγωγή και το εμπόριο της μαστίχας με σύστημα. Το προϊόν το εμπορεύονταν σε ειδικά κιβώτια (cuffini) σφραγισμένα και περιτυλιγμένα με Εμπορικές Εταιρείες της Γένοβας, Αρμενίας, Κύπρου, Ρόδου, Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Ελλάδας, Συρίας και αλλού. Επίσης είναι Ιστορικά εξακριβωμένο, ότι οι έμποροι έκαιγαν τη Μαστίχα όταν υπήρχε υπερπαραγωγή για να προστατεύσουν την τιμή της.

Σύντομα δημιουργήθηκε ένα ιδιαίτερα σκληρό καθεστώς για τους μαστιχοκαλλιεργητές, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι, ανάλογα με τους σκίνους που καλλιεργούσαν, να παραδώσουν στους Γενοβέζους «κυρίους τους» κάποια ποσότητα μαστίχας. Αν δεν κατόρθωναν να τη συγκεντρώσουν, τιμωρούνταν με πρόστιμο, διπλάσιο της αξίας της τιμής, όπως την καθόριζαν «οι αυθέντες».

Οι ποινές για τους κλέφτες της μαστίχας ήταν παραδειγματικές. Κόψιμο μύτης, αυτιού, ποδιού, χεριού, στιγματισμός με πυρακτωμένο σίδερο, ακόμα και τύφλωση. Για το μάζεμα της μαστίχας δημοσίευαν προκήρυξη, την οποίαν όποιος παρέβαινε τιμωρούνταν με θάνατο.

Η μαστίχα στην Τουρκοκρατία (1566-1912)
Κατά την τουρκική κατοχή του νησιού, οι καλλιεργητές παρέδιδαν τη μισή παραγωγή ως «κεφαλικόν φόρον», τη δε υπόλοιπη ήταν υποχρεωμένοι να την πουλήσουν στον τελώνη σε ευτελή τιμή, από τον οποίο επιτρεπόταν, εάν ήθελαν, να αγοράσουν για δική τους χρήση στη διπλάσια τιμή εκείνης που την είχαν πουλήσει. Η καλύτερη ποιότητα σφραγισμένη σε πήλινα δοχεία, προοριζόταν για τα ανάκτορα του Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη, η δε δεύτερη ποιότητα για τα χαρέμια των Μαμελούκων στο Κάιρο της Αιγύπτου.

Η Υψηλή Πύλη έδωσε στους μαστιχοπαραγωγούς «ιδιαίτερα προνόμια για να τους ενθαρρύνει, ώστε να εργάζονται πιστώς», όπως να μην γίνεται παιδομάζωμα στο νησί, να ασκείται η λατρεία τους χωρίς σχεδόν κανένα περιορισμό, να χρησιμοποιούνται καμπάνες στις εκκλησίες κ. ά.

Στην καταστροφή της Χίου το 1822 οι τούρκοι δεν πείραξαν τα Μαστιχοχώρια, αλλά όταν ο Κανάρης έκαψε την τουρκική ναυαρχίδα και πολλοί τούρκοι αξιωματικοί σκοτώθηκαν, τότε κατάστρεψαν τα πάντα παρά την αντίθετη διαταγή. Η ελευθερία του εμπορίου της μαστίχας χορηγήθηκε στους Χιώτες καλλιεργητές από το σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ το 1840.

Νεώτερη εποχή
Μετά την Τουρκοκρατία, το εμπόριο της μαστίχας ήταν στα χέρια των εμπόρων και μάλιστα των «Φραγκολεβαντίνων», στην αρχή, που γρήγορα, όμως, εκτοπίστηκαν από τους Έλληνες και με το χρόνο δημιουργήθηκε «η τάξη των εμπόρων της μαστίχας» ή αλλιώς οι «μαστιχάδες».

Οι μαστιχέμποροι , σε συνεργασία με τους «μεσίτες», που είναι οι μεσάζοντες μεταξύ παραγωγού και μαστιχέμπορου, συγκέντρωναν τη μαστίχα, την κατεργάζονταν και την πουλούσαν σε διάφορες αγορές του εσωτερικού και κύρια του εξωτερικού. Μεγάλα ήταν τα κέρδη γι’ αυτούς, ενώ βαριά ήταν η εκμετάλλευση για τους παραγωγούς.

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η μαστίχα πέρασε την πρώτη σοβαρή κρίση, οπότε ανάγκασε τους παραγωγούς να αναστείλουν την καλλιέργεια των μαστιχόδενδρων. Με τη λήξη του πολέμου, άρχισε πάλι η καλλιέργεια της μαστίχας, αλλά η παραγωγή εξακολουθούσε να ήταν πιο μεγάλη από τη ζήτηση, οπότε η πολιτεία, το 1929, εξέδωσε το Νόμο 4381, που περιορίζει το κέντος της μαστίχας σε τρείς μήνες (15 Ιουλίου - 15 Οκτωβρίου) και επιτρέπει τη φύτευση των σχίνων μόνο μετά από ειδική άδεια του Νομάρχη.

Το 1938, η πολιτεία έφερε τον αναγκαστικό Νόμο 1390, με τον οποίο ιδρύονται είκοσι αναγκαστικοί Συνεταιρισμοί Μαστιχοπαραγωγών στα εικοσιτέσσερα Μαστιχοχώρια, που εκπροσωπούνται από την Ένωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου.

Σήμερα
Μαστίχα παράγουν 24 χωριά τα οποία είναι χαρακτηρισμένα ως παραδοσιακοί ή διατηρητέοι οικισμοί από το Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού.

Η Μαστίχα Χίου από το 1997, έχει χαρακτηρισθεί ως Προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (Π.Ο.Π.), και έχει  καταχωρηθεί  στον σχετικό Κοινοτικό Κατάλογο Προϊόντων.
Ως Π.Ο.Π χαρακτηρίζεται το προϊόν, του οποίου τα χαρακτηριστικά οφείλονται στο γεωγραφικό περιβάλλον,  ενώ η παραγωγή, η μεταποίηση και η επεξεργασία του λαμβάνουν χώρα σε οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή. Σύμφωνα με τον παραπάνω κανονισμό η Μαστίχα Χίου προστατεύεται από την πώληση οιασδήποτε ανταγωνιστικής απομίμησης.

Η Μαστίχα Χίου εξάγεται σε όλον τον κόσμο και παράγεται μεγάλη  ποικιλία προϊόντων.